Η αγροτική ζωή στο χωριό στα προπολεμικά χρόνια αλλά και μετά τον πόλεμο ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Την κατάσταση επιβάρυναν οι εξής καταστάσεις: το έδαφος είναι ορεινό και άγονο, τις εργασίες τις έκαναν κυρίως οι γυναίκες και τα κορίτσια ή μικρά παιδιά καθώς οι άντρες ήταν ξενιτεμένοι με τα μπουλούκια των μαστόρων. Έπρεπε να φροντίζουν όχι μονάχα το σπίτι αλλά και τα οικόσιτα ζώα και τα χωράφια. Οι οικογένειες ήταν συνήθως πολυμελείς και επιπροσθέτως είχαν και το βάρος της φροντίδας των ηλικιωμένων γονιών. Η γυναίκα Κερασοβίτισσα ήταν μια πραγματική ηρωίδα γιατί κατάφερνε καθημερινά έναν άθλο κάτω από συνθήκες δύσκολες και χωρίς βοήθεια. Η προτομή της μάνας Κερασοβίτισσας στην πλατεία του χωριού που στήθηκε με πρωτοβουλία της Αδελφότητας και χορηγία Κερασοβιτών της Αμερικής είναι μια αναγνώριση στην αξία και την προσφορά της.
Οι εργασίες του χειμώνα
Το χειμώνα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, πήγαιναν στο βουνό να κόψουν ξύλα για το τζάκι. Έκοβαν κέδρα ή έλατα για να ταΐσουν τα ζώα. Τα βράδια έκαναν τα νυχτέρια. Συγκεντρώνονταν σε φιλικά σπίτια και εκεί ξεσπύριζαν το καλαμπόκι, έτρωγαν σκίσματα (αποξηραμένα φρούτα) και έλεγαν ανέκδοτα ή έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια. Τραγουδούσαν και χόρευαν. Από το τέλος Ιανουαρίου και στις αρχές του Φλεβάρη κλάδευαν τα κλήματα: «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη ξετάζεις» λέει η παροιμία.
Οι εργασίες της άνοιξης
Κατά το Μάρτη επισκεύαζαν τους φράχτες και τις κληματαριές και έσκαβαν τους κήπους. Μετά το Πάσχα, κατά το Μάιο, έσπερναν τους κήπους. Συνήθως καλλιεργούσαν ντοματιές, φασολιές, αγγουριές, κολοκυθιές, πατάτες, κρεμμύδια και πράσα.
Οι εργασίες του καλοκαιριού
Τον Ιούνιο σκάλιζαν και ξεβοτάνιζαν τα χωράφια. Τους καλοκαιρινούς μήνες για να ποτίσουν τους κήπους που είχαν γύρω από το χωριό ή και ανάμεσα στα σπίτια πήγαιναν πολλά άτομα μαζί στη θέση Ροντοβάτο και Πλάκα για να γυρίσουν το νερό από το ποτάμι στο δίκτυο άρδευσης του χωριού. Για να ξέρουν πότε θα ποτίσει ο καθένας έβαζαν μια σειρά τις «αράδες» και τις ανακοίνωναν στην πλατεία. Υπεύθυνοι ήταν ο αγροφύλακας και ο αυλακάρης. Κάθε γειτονιά πότιζε για 24 ώρες. Παρ’ όλα αυτά όμως πολύ συχνά στο πότισμα γίνονταν τσακωμοί. γιατί δεν τηρούσαν τη σειρά τους και ο ένας έκοβε το νερό του άλλου. Στις κόφτρες διαδραματίζονταν πολλά κωμικοτραγικά επεισόδια.
Από το τέλος Ιουλίου άρχιζε ο θερισμός και κρατούσε μέχρι τα μέσα Σεπτέμβρη. Μαζεύονταν μεγάλες παρέες και όλοι μαζί θέριζαν το χωράφι του ενός και μετά πήγαιναν στο χωράφι του άλλου. Ξεκινούσαν απ’ το χωριό από βραδίς, κοιμόταν στο ύπαιθρο για να ξυπνήσουν με το χάραμα και ν’ αρχίσουν το θερισμό. Αν είχε φεγγάρι, θέριζαν και τη νύχτα. Τις νύχτες αυτές τα βουνά έσφυζαν από ζωή. Παντού τη νύχτα έβλεπες φωτιές αναμμένες, άκουγες τραγούδια και μουσική από φλογέρες που έπαιζαν στις παρέες, γέλια και πειράγματα και όλα αυτά μαζί τα κουδούνια των μουλαριών σε έκαναν να νιώθεις ότι τώρα η φύση γιορτάζει.
Ο θερισμός γινόταν με το δρεπάνι. Τα δεμάτια τα έδεναν με χερόβολο σίκαλης που το έβρεχαν για να γίνει πιο ευλύγιστο. Τα δεμάτια τα φόρτωναν στη συνέχεια στα ζώα και κάποιο παιδί έπρεπε να τα μεταφέρει στο χωριό, στο αλώνι.
Το αλώνισμα γινόταν συνήθως στην αυλή του σπιτιού με τα ζώα, μουλάρια ή βόδια. Επειδή η αυλή ήταν στρωμένη με πλάκες, έκλειναν τους αρμούς με κοπριά αγελάδας ώστε να γίνει λείο και να μπορούν να μαζεύουν μετά το σπόρο του σιταριού με τις σκούπες. Άπλωναν τα στάχυα και από ένα χοντρό ξύλο που έβαζαν στο κέντρο του αλωνιού, το «στρίντζιλο», έδεναν τα ζώα. Τα ανάγκαζαν να περιστρέφονται και καθώς πατούσαν τα στάχυα, έπεφτε ο σπόρος. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα για τα μικρά παιδιά γιατί πίσω από τα ζώα έκαναν τούμπες στο παχύ και μαλακό στρώμα από τα άχυρα. Στη συνέχεια ξεχώριζαν το άχυρο, το οποίο το κρατούσαν για ζωοτροφή και με τις σκούπες από κλαδιά έλατου σκούπιζαν το σπόρο. Αυτόν έπρεπε να τον πάνε στον Αϊ- Θανάση για να τον λιχνίσουν για να φύγουν τα άγανα.
Το σιτάρι που έβγαζαν έπρεπε στη συνέχεια να το πάνε στο μύλο για άλεσμα για να το κάνουν αλεύρι.
Οι εργασίες του φθινοπώρου
Το Σεπτέμβριο μάζευαν τα φασόλια και τις κολοκύθες από τους κήπους. Τις ώριμες ντομάτες τις έκαναν πελτέ και τις άγουρες τουρσί. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τα κρεμμύδια τα κρεμούσαν σε αρμαθιές στο κατώι. Μέσα στο άχυρο έβαζαν τα μήλα, τα κυδώνια, τα γκόρτσα (άγρια αχλάδια), τα κράνια. Τα έκοβαν σε φέτες για να αποξηραθούν και το χειμώνα να τα κάνουν σκίσματα. Τα έβραζαν για να τα φάνε στα νυχτέρια. Την εποχή αυτή μάζευαν τα καρύδια και τα κάστανα.
Αυτή ήταν η εποχή για τον τρύγο των λιγοστών σταφυλιών που συνήθως καλλιεργούσαν στις άκρες των χωραφιών ή στις κληματαριές των σπιτιών. Μ’ αυτά έφτιαχνα ν το κρασί και το τσίπουρο.
Μια άλλη εργασία πολύ κουραστική ήταν να συγκεντρώσουν τροφές για τα οικόσιτα ζώα τους. Κατά τα μέσα Ιουλίου αμολούσαν το χορτάρι στον Κάμπο. Ο αγροφύλακας χτυπούσε την καμπάνα και όλοι με τις κόσες και τα δρεπάνια έτρεχαν με τα ζώα τους στην τοποθεσία Κάμπος για να κόψουν χορτάρι. Το φθινόπωρο έκοβαν κλαδί, κλαδιά βελανιδιάς, οξιά και τα αποθήκευαν για το χειμώνα.
Του Αγίου Δημητρίου ο τσομπάνος έφερνε τα οικόσιτα ζώα από το βουνό στα σπίτια για να τα ξεχειμωνιάσουν οι ιδιοκτήτες τους. Τότε έσφαζαν όποιο ζώο ήταν ακατάλληλο για αναπαραγωγή, γερασμένο ή στείρο . Το κρέας το έκαναν παστρουμά. Το έβαζαν σε βαρέλια με νερό και αλάτι.
Το όργωμα των χωραφιών γινόταν, όπως είπαμε, τον Οκτώβριο και άρχιζαν από τα χωράφια που ήταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο για να προλάβουν το χειμώνα που στα ορεινά μέρη φτάνει νωρίς. Αμέσως μετά ακολουθούσε η σπορά. Έσπερναν κυρίως σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και βρώμη.
Τα οικόσιτα ζώα
Κάθε οικογένεια είχε ένα βόδι ή μια αγελάδα που τα χρησιμοποιούσαν για το όργωμα των χωραφιών. Επειδή χρειαζόταν κι άλλο ένα βόδι έπρεπε να συνεργαστούν και με κάποιον άλλο συγγενή ή γείτονα για κάνουν ζευγάρι, νι γίνουν «σέμπροι». Τις αγελάδες όταν τελείωνε η εποχή του οργώματος, τις φύλαγαν στο σπίτι σε κάποια καλύβα μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Την άνοιξη τις αναλάμβανε ένας βοσκός να τις ξεκαλοκαιριάσει στα λιβάδια του βουνού μέχρι τον Οκτώβριο που άρχιζε το όργωμα των χωραφιών. Από τις αγελάδες κρατούσαν το μοσχάρι όταν γεννούσαν, το τάιζαν και όταν μεγάλωνε το πουλούσαν ή εξασφάλιζαν το κρέας της οικογένειας.
Άλλα οικόσιτα ζώα που είχε κάθε σπίτι ήταν γίδια ή και πρόβατα, οι κότες και το γουρούνι. Τα γιδοπρόβατα τα αναλάμβανε ένας βοσκός, ο μπαρβατσιάρης, να τα ξεκαλοκαιριάσει. Τα έπαιρνε του Αγίου Κωνσταντίνου και τα επέστρεφε του Αγίου Δημητρίου. Αυτός ήταν υποχρεωμένος να τους δώσει το γάλα που τους αναλογούσε και πληρώνονταν από τους ιδιοκτήτες των ζώων. (Περισσότερα στον τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων). Το γουρούνι το έσφαζαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Απ’ αυτό κρατούσαν το λίπος για μαγείρεμα και το κρέας το έκαναν παστό. Το δέρμα το έκαναν παπούτσια , τα λεγόμενα γουρνοτσάρουχα. Ακόμα και την ουρήθρα του τα παιδιά την έκαναν μπάλα.
Τα εργαλεία
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τις εργασίες τους ήταν το τσαπί για το σκάψιμο των χωραφιών, το σκαλιστήρι για το σκάλισμα, το τσεκούρι για να κόβουν ξύλα, το αλέτρι για το όργωμα, το δρεπάνι και η κόσα για το θερισμό, το θκέλι για το λίχνισμα κ.ά.