Ο κύκλος της ζωής των Μαστόρων στα Προπολεμικά χρόνια

Το χωριό μας, η Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας ήταν από τα μέσα του 19ου αιώνα κατεξοχήν μαστοροχώρι καθώς ελάχιστοι αποφάσιζαν να κάνουν άλλο επάγγελμα. Το ορεινό και άγονο έδαφος και ο μακρύς και βαρύς χειμώνας οδηγούσε τον αντρικό πληθυσμό στο επάγγελμα του χτίστη κυρίως τη νεκρή περίοδο των χειμερινών μηνών. Οι καιρικές συνθήκες δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν με κάτι το προσοδοφόρο.

Το Ταξίδι
Οι παρέες, που σε άλλες περιοχές τις έλεγαν μπουλούκια, έφευγαν από το χωριό για «ταξίδι» μετά του Αγίου Δημητρίου καθώς τότε τελείωναν οι αναγκαίες γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και οι απαραίτητες προετοιμασίες στο χωριό. Μέχρι τη γιορτή αυτή έπρεπε να αποθηκεύσουν (αμπαριάσουν) τις ζωοτροφές που είχαν ανάγκη για να ξεχειμωνιάσουν τα οικόσιτα ζώα που είχε κάθε οικογένεια. Γέμιζαν τις καλύβες με άχυρο, κλαδί από βελανιδιές και οξιές, κριθάρι, βρώμη, σιτάρι και καλαμπόκι. Στο κατώι αμπάριαζαν και τρόφιμα για τα μέλη της οικογένειας: κρασί, τσίπουρο, τυρί, τραχανάς, αλεύρι από σιτάρι και από καλαμπόκι, τουρσί, παστό κρέας, αποξηραμένα φρούτα (σκίσματα) κ.ά.

Οι παρέες
Αφού εξασφάλιζαν τα απαραίτητα στην οικογένεια για να ξεχειμωνιάσει, ο πρωτομάστορας αποφάσιζε ποιους θα πάρει μαζί του στο ταξίδι. Το βασικό κριτήριο ήταν η συγγένεια, η φιλία και η αξιοσύνη των μαστόρων και εργατών. Κάθε παρέα αποτελούνταν συνήθως από πέντε μαστόρους και δυο τρεις εργάτες.
Κάθε μάστορας έπρεπε να διαθέτει μουλάρι για να μεταφέρουν τις πέτρες από το νταμάρι μέχρι την οικοδομή καθώς και τα άλλα υλικά που θα χρειάζονταν. Αν στη σπάνια περίπτωση δεν είχε δικό του ζώο, πληρώνονταν λιγότερο από τους άλλους. Τα εργαλεία που χρειάζονταν ήταν: σφυρί για να πελεκάνε τις πέτρες, το μυστρί για να χτίζουν, βελόνια και κοπίδια, ο ματρακάς, το ζύγι, η βαριά, η γωνιά, το σκεπάρνι, το πριόνι κ.ά. Τα εργαλεία τα πρόσεχαν πολύ και τα φρόντιζαν γιατί ήταν δυσεύρετα, φτιαγμένα από τα χέρια του σιδερά στο αμόνι.
Όταν ξεκινούσαν για ταξίδι, οι γυναίκες τους τους ξεπροβόδιζαν μέχρι έξω από το χωριό κι εκεί έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς. Αυτό μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, το τρύπωναν στην εξώπορτα. Το θεωρούσαν γούρι, για να φέρει ο ξενιτεμένος τόσα λεφτά, όσα τα κράνια της κρανιάς. Γι’ αυτό και στη μαστορική γλώσσα ‘κράνια’ έλεγαν τα χρήματα.

Η οργάνωση της Παρέας
Επικεφαλής, αρχηγός της παρέας, ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός πελεκούσε τις πέτρες. Αυτός έπρεπε να γνωρίζει και τις άλλες δουλειές που απαιτούσε η ανάγκη της μαστορικής: ξυλουργική, σχέδιο, στέγη. Αυτός έκλεινε τη δουλειά και πλήρωνε τους μαστόρους.
Από τους άλλους μαστόρους, ένας αναλάμβανε να βγάζει την πέτρα από το νταμάρι και οι υπόλοιποι έχτιζαν. Οι καλύτεροι χτιστάδες έχτιζαν την εξωτερική πλευρά του τοίχου. Έχτιζαν σε ζευγάρια, ένας από μέσα, ένας απ’ έξω.
Ο μάστορας στο νταμάρι έπρεπε να γνωρίζει δυο τέχνες: του παραμιναδόρου και του φουρνελά. Άνοιγε τρύπες στο βράχο και στη συνέχεια έβαζε σφήνες ή δυναμίτη για να ανοίξει το βράχο. Τον δυναμίτη τον προμηθεύονταν από ειδικά μαγαζιά με άδεια της αστυνομίας. Ο πιο ονομαστός στην τέχνη αυτή ήταν ο Απόστολος Βαγγελάκος ή Τζίνας.
Οι μαστόροι που έχτιζαν την εσωτερική πλευρά του τοίχου ήταν κυρίως μαθητευόμενοι. Όποιος διέπρεπε, προάγονταν σε φατσαδόρο. Ο εργάτης ξεκινούσε από λασπάς. Αυτός έφτιαχνε τη λάσπη και την κουβαλούσε στους μαστόρους. Ο πιο παλιός εργάτης έδινε πέτρες στους μαστόρους. Άλλος εργάτες μετέφερε τις πέτρες με τα μουλάρια από το νταμάρι στην οικοδομή. Έπρεπε να γνωρίζει πώς θα τις φορτώσει και ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη του νταμαρτζή.
Οι εργάτες είχαν κι άλλες υποχρεώσεις. Ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τα μουλάρια, να πλένουν τα ρούχα των μαστόρων, να καθαρίζουν τα εργαλεία κ. ά.

Η οικονομική συμφωνία
Ο πρωτομάστορας συμφωνούσε την κατασκευή του σπιτιού με την πήχη ή με το μέτρο, αργότερα. Η τιμή για τη σκεπή ήταν ξεχωριστή. Στα χρόνια της κατοχής η συμφωνία γίνονταν σε είδος, κυρίως με λάδι στο Τσιάμικο (Θεσπρωτία). Στη συμφωνία ρύθμιζαν και το θέμα του φαγητού και του καταλύματος. Η συμφωνία ήταν με ‘ξήψωμα’ δηλαδή χωρίς φαγητό ή με τάισμα. Το αφεντικό έπρεπε να εξασφαλίσει κατάλυμα για τους μαστόρους. Αυτό ήταν συνήθως μια καλύβα, μια αποθήκη ήτο χαγιάτι της εκκλησίας. Αν ήταν με ‘ξήψωμα’, κάποιος από την παρέα που έπιανε λίγο το χέρι του, αναλάμβανε το μαγείρεμα και το ζύμωμα του ψωμιού. Τα χρήματα οι μαστόροι τα μοιράζονταν εξ ίσου.

Η αρχή και το τέλος
Αφού έσκαβαν τα θεμέλια, ο πρωτομάστορας, σε μια γωνιά των θεμελίων έβαζε μια πέτρα πάνω στην οποία είχε σκαλίσει ένα σταυρό. Το αφεντικό έσφαζε έναν κόκορα και με το αίμα του ράντιζε τα θεμέλια. Σε κάποιο μέρος του τοίχου έκρυβαν ένα μπουκάλι μέσα στο οποίο έβαζαν ένα χαρτί με ευχές ή τη διαθήκη. Όταν τελείωνε και η σκεπή, οι μαστόροι έβγαζαν και κουνούσαν άσπρα μαντίλια φωνάζοντας ευχές για το σπίτι και τον σπιτονοικοκύρη. Στη συνέχεια προσέρχονταν οι συγγενείς και οι γείτονες φέρνοντας δώρα τα οποία συνήθως ήταν πετσέτες, κάλτσες, χρήματα κ.ά. Το αφεντικό στο τέλος ήταν υποχρεωμένο να κάνει τραπέζι στους μαστόρους για να φύγουν ευχαριστημένοι. Πίστευαν ότι η ευχή του μάστορα είχε μεγάλη βαρύτητα για την προκοπή του νεόχτιστου σπιτιού.

Τα ‘κουδαρίτικα’
Τα ‘κουδαρίτικα’ ήταν ένας μυστικός γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των μαστόρων. Τον χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν τα αφεντικά. Έτσι ο σπιτονοικοκύρης λέγονταν ‘μπαρός’, η γυναίκα του ‘μπαρίνα’, η κοπέλα ‘αγκίδα’, το φαγητό ‘μάνεμα’, τα χρήματα ‘κράνια’, η δουλειά ‘ράμπο’ κ.ά.

Η επιστροφή στο χωριό
Οι μαστόροι κανόνιζαν τις δουλειές τους ώστε κατά το πανηγύρι του χωριού, στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, να έχουν επιστρέψει στις οικογένειές τους. Γίνονταν τότε μεγάλα γλέντια κι όλοι περηφανεύονταν για το πόσο καλά τα πήγαν στα ξένα. Από δω και πέρα άρχιζαν οι γεωργικές εργασίες που θα κάνουν μαζί με τις γυναίκες τους. Το θέρισμα, το αλώνισμα και το αμπάριασμα των τροφίμων.

Το χωριό μας, η Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας ήταν από τα μέσα του 19ου αιώνα κατεξοχήν μαστοροχώρι καθώς ελάχιστοι αποφάσιζαν να κάνουν άλλο επάγγελμα. Το ορεινό και άγονο έδαφος και ο μακρύς και βαρύς χειμώνας οδηγούσε τον αντρικό πληθυσμό στο επάγγελμα του χτίστη κυρίως τη νεκρή περίοδο των χειμερινών μηνών. Οι καιρικές συνθήκες δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν με κάτι το προσοδοφόρο.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Οι παρέες, που σε άλλες περιοχές τις έλεγαν μπουλούκια, έφευγαν από το χωριό για «ταξίδι» μετά του Αγίου Δημητρίου καθώς τότε τελείωναν οι αναγκαίες γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και οι απαραίτητες προετοιμασίες στο χωριό. Μέχρι τη γιορτή αυτή έπρεπε να αποθηκεύσουν (αμπαριάσουν) τις ζωοτροφές που είχαν ανάγκη για να ξεχειμωνιάσουν τα οικόσιτα ζώα που είχε κάθε οικογένεια. Γέμιζαν τις καλύβες με άχυρο, κλαδί από βελανιδιές και οξιές, κριθάρι, βρώμη, σιτάρι και καλαμπόκι. Στο κατώι αμπάριαζαν και τρόφιμα για τα μέλη της οικογένειας: κρασί, τσίπουρο, τυρί, τραχανάς, αλεύρι από σιτάρι και από καλαμπόκι, τουρσί, παστό κρέας, αποξηραμένα φρούτα (σκίσματα) κ.ά.

ΟΙ ΠΑΡΕΕΣ

Αφού εξασφάλιζαν τα απαραίτητα στην οικογένεια για να ξεχειμωνιάσει, ο πρωτομάστορας αποφάσιζε ποιους θα πάρει μαζί του στο ταξίδι. Το βασικό κριτήριο ήταν η συγγένεια, η φιλία και η αξιοσύνη των μαστόρων και εργατών. Κάθε παρέα αποτελούνταν συνήθως από πέντε μαστόρους και δυο τρεις εργάτες.

Κάθε μάστορας έπρεπε να διαθέτει μουλάρι για να μεταφέρουν τις πέτρες από το νταμάρι μέχρι την οικοδομή καθώς και τα άλλα υλικά που θα χρειάζονταν. Αν στη σπάνια περίπτωση δεν είχε δικό του ζώο, πληρώνονταν λιγότερο από τους άλλους. Τα εργαλεία που χρειάζονταν ήταν: σφυρί για να πελεκάνε τις πέτρες, το μυστρί για να χτίζουν, βελόνια και κοπίδια, ο ματρακάς, το ζύγι, η βαριά, η γωνιά, το σκεπάρνι, το πριόνι κ.ά. Τα εργαλεία τα πρόσεχαν πολύ και τα φρόντιζαν γιατί ήταν δυσεύρετα, φτιαγμένα από τα χέρια του σιδερά στο αμόνι.

Όταν ξεκινούσαν για ταξίδι, οι γυναίκες τους τους ξεπροβόδιζαν μέχρι έξω από το χωριό κι εκεί έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς. Αυτό μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, το τρύπωναν στην εξώπορτα. Το θεωρούσαν γούρι, για να φέρει ο ξενιτεμένος τόσα λεφτά, όσα τα κράνια της κρανιάς. Γι’ αυτό και στη μαστορική γλώσσα ‘κράνια’ έλεγαν τα χρήματα.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ

Επικεφαλής, αρχηγός της παρέας, ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός πελεκούσε τις πέτρες. Αυτός έπρεπε να γνωρίζει και τις άλλες δουλειές που απαιτούσε η ανάγκη της μαστορικής: ξυλουργική, σχέδιο, στέγη. Αυτός έκλεινε τη δουλειά και πλήρωνε τους μαστόρους.

Από τους άλλους μαστόρους, ένας αναλάμβανε να βγάζει την πέτρα από το νταμάρι και οι υπόλοιποι έχτιζαν. Οι καλύτεροι χτιστάδες έχτιζαν την εξωτερική πλευρά του τοίχου. Έχτιζαν σε ζευγάρια, ένας από μέσα, ένας απ’ έξω.

Ο μάστορας στο νταμάρι έπρεπε να γνωρίζει δυο τέχνες: του παραμιναδόρου και του φουρνελά. Άνοιγε τρύπες στο βράχο και στη συνέχεια έβαζε σφήνες ή δυναμίτη για να ανοίξει το βράχο. Τον δυναμίτη τον προμηθεύονταν από ειδικά μαγαζιά με άδεια της αστυνομίας. Ο πιο ονομαστός στην τέχνη αυτή ήταν ο Απόστολος Βαγγελάκος ή Τζίνας.

Οι μαστόροι που έχτιζαν την εσωτερική πλευρά του τοίχου ήταν κυρίως μαθητευόμενοι. Όποιος διέπρεπε, προάγονταν σε φατσαδόρο.

Ο εργάτης ξεκινούσε από λασπάς. Αυτός έφτιαχνε τη λάσπη και την κουβαλούσε στους μαστόρους. Ο πιο παλιός εργάτης έδινε πέτρες στους μαστόρους. Άλλος εργάτες μετέφερε τις πέτρες με τα μουλάρια από το νταμάρι στην οικοδομή. Έπρεπε να γνωρίζει πώς θα τις φορτώσει και ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη του νταμαρτζή.

Οι εργάτες είχαν κι άλλες υποχρεώσεις. Ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τα μουλάρια, να πλένουν τα ρούχα των μαστόρων, να καθαρίζουν τα εργαλεία κ. ά.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Ο πρωτομάστορας συμφωνούσε την κατασκευή του σπιτιού με την πήχη ή με το μέτρο, αργότερα. Η τιμή για τη σκεπή ήταν ξεχωριστή. Στα χρόνια της κατοχής η συμφωνία γίνονταν σε είδος, κυρίως με λάδι στο Τσιάμικο (Θεσπρωτία). Στη συμφωνία ρύθμιζαν και το θέμα του φαγητού και του καταλύματος. Η συμφωνία ήταν με ‘ξήψωμα’ δηλαδή χωρίς φαγητό ή με τάισμα. Το αφεντικό έπρεπε να εξασφαλίσει κατάλυμα για τους μαστόρους. Αυτό ήταν συνήθως μια καλύβα, μια αποθήκη ήτο χαγιάτι της εκκλησίας. Αν ήταν με ‘ξήψωμα’, κάποιος από την παρέα που έπιανε λίγο το χέρι του, αναλάμβανε το μαγείρεμα και το ζύμωμα του ψωμιού. Τα χρήματα οι μαστόροι τα μοιράζονταν εξ ίσου.

Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Αφού έσκαβαν τα θεμέλια, ο πρωτομάστορας, σε μια γωνιά των θεμελίων έβαζε μια πέτρα πάνω στην οποία είχε σκαλίσει ένα σταυρό.

Το αφεντικό έσφαζε έναν κόκορα και με το αίμα του ράντιζε τα θεμέλια. Σε κάποιο μέρος του τοίχου έκρυβαν ένα μπουκάλι μέσα στο οποίο έβαζαν ένα χαρτί με ευχές ή τη διαθήκη.

Όταν τελείωνε και η σκεπή, οι μαστόροι έβγαζαν και κουνούσαν άσπρα μαντίλια φωνάζοντας ευχές για το σπίτι και τον σπιτονοικοκύρη. Στη συνέχεια προσέρχονταν οι συγγενείς και οι γείτονες φέρνοντας δώρα τα οποία συνήθως ήταν πετσέτες, κάλτσες, χρήματα κ.ά.

Το αφεντικό στο τέλος ήταν υποχρεωμένο να κάνει τραπέζι στους μαστόρους για να φύγουν ευχαριστημένοι. Πίστευαν ότι η ευχή του μάστορα είχε μεγάλη βαρύτητα για την προκοπή του νεόχτιστου σπιτιού.

ΤΑ ‘ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ’

Τα ‘κουδαρίτικα’ ήταν ένας μυστικός γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των μαστόρων. Τον χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν τα αφεντικά. Έτσι ο σπιτονοικοκύρης λέγονταν ‘μπαρός’, η γυναίκα του ‘μπαρίνα’, η κοπέλα ‘αγκίδα’, το φαγητό ‘μάνεμα’, τα χρήματα ‘κράνια’, η δουλειά ‘ράμπο’ κ.ά.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Οι μαστόροι κανόνιζαν τις δουλειές τους ώστε κατά το πανηγύρι του χωριού, στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, να έχουν επιστρέψει στις οικογένειές τους. Γίνονταν τότε μεγάλα γλέντια κι όλοι περηφανεύονταν για το πόσο καλά τα πήγαν στα ξένα.

Από δω και πέρα άρχιζαν οι γεωργικές εργασίες που θα κάνουν μαζί με τις γυναίκες τους. Το θέρισμα, το αλώνισμα και το αμπάριασμα των

Το χωριό μας, η Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας ήταν από τα μέσα του 19ου αιώνα κατεξοχήν μαστοροχώρι καθώς ελάχιστοι αποφάσιζαν να κάνουν άλλο επάγγελμα. Το ορεινό και άγονο έδαφος και ο μακρύς και βαρύς χειμώνας οδηγούσε τον αντρικό πληθυσμό στο επάγγελμα του χτίστη κυρίως τη νεκρή περίοδο των χειμερινών μηνών. Οι καιρικές συνθήκες δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν με κάτι το προσοδοφόρο.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Οι παρέες, που σε άλλες περιοχές τις έλεγαν μπουλούκια, έφευγαν από το χωριό για «ταξίδι» μετά του Αγίου Δημητρίου καθώς τότε τελείωναν οι αναγκαίες γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και οι απαραίτητες προετοιμασίες στο χωριό. Μέχρι τη γιορτή αυτή έπρεπε να αποθηκεύσουν (αμπαριάσουν) τις ζωοτροφές που είχαν ανάγκη για να ξεχειμωνιάσουν τα οικόσιτα ζώα που είχε κάθε οικογένεια. Γέμιζαν τις καλύβες με άχυρο, κλαδί από βελανιδιές και οξιές, κριθάρι, βρώμη, σιτάρι και καλαμπόκι. Στο κατώι αμπάριαζαν και τρόφιμα για τα μέλη της οικογένειας: κρασί, τσίπουρο, τυρί, τραχανάς, αλεύρι από σιτάρι και από καλαμπόκι, τουρσί, παστό κρέας, αποξηραμένα φρούτα (σκίσματα) κ.ά.

ΟΙ ΠΑΡΕΕΣ

Αφού εξασφάλιζαν τα απαραίτητα στην οικογένεια για να ξεχειμωνιάσει, ο πρωτομάστορας αποφάσιζε ποιους θα πάρει μαζί του στο ταξίδι. Το βασικό κριτήριο ήταν η συγγένεια, η φιλία και η αξιοσύνη των μαστόρων και εργατών. Κάθε παρέα αποτελούνταν συνήθως από πέντε μαστόρους και δυο τρεις εργάτες.

Κάθε μάστορας έπρεπε να διαθέτει μουλάρι για να μεταφέρουν τις πέτρες από το νταμάρι μέχρι την οικοδομή καθώς και τα άλλα υλικά που θα χρειάζονταν. Αν στη σπάνια περίπτωση δεν είχε δικό του ζώο, πληρώνονταν λιγότερο από τους άλλους. Τα εργαλεία που χρειάζονταν ήταν: σφυρί για να πελεκάνε τις πέτρες, το μυστρί για να χτίζουν, βελόνια και κοπίδια, ο ματρακάς, το ζύγι, η βαριά, η γωνιά, το σκεπάρνι, το πριόνι κ.ά. Τα εργαλεία τα πρόσεχαν πολύ και τα φρόντιζαν γιατί ήταν δυσεύρετα, φτιαγμένα από τα χέρια του σιδερά στο αμόνι.

Όταν ξεκινούσαν για ταξίδι, οι γυναίκες τους τους ξεπροβόδιζαν μέχρι έξω από το χωριό κι εκεί έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς. Αυτό μόλις επέστρεφαν στο σπίτι, το τρύπωναν στην εξώπορτα. Το θεωρούσαν γούρι, για να φέρει ο ξενιτεμένος τόσα λεφτά, όσα τα κράνια της κρανιάς. Γι’ αυτό και στη μαστορική γλώσσα ‘κράνια’ έλεγαν τα χρήματα.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ

Επικεφαλής, αρχηγός της παρέας, ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός πελεκούσε τις πέτρες. Αυτός έπρεπε να γνωρίζει και τις άλλες δουλειές που απαιτούσε η ανάγκη της μαστορικής: ξυλουργική, σχέδιο, στέγη. Αυτός έκλεινε τη δουλειά και πλήρωνε τους μαστόρους.

Από τους άλλους μαστόρους, ένας αναλάμβανε να βγάζει την πέτρα από το νταμάρι και οι υπόλοιποι έχτιζαν. Οι καλύτεροι χτιστάδες έχτιζαν την εξωτερική πλευρά του τοίχου. Έχτιζαν σε ζευγάρια, ένας από μέσα, ένας απ’ έξω.

Ο μάστορας στο νταμάρι έπρεπε να γνωρίζει δυο τέχνες: του παραμιναδόρου και του φουρνελά. Άνοιγε τρύπες στο βράχο και στη συνέχεια έβαζε σφήνες ή δυναμίτη για να ανοίξει το βράχο. Τον δυναμίτη τον προμηθεύονταν από ειδικά μαγαζιά με άδεια της αστυνομίας. Ο πιο ονομαστός στην τέχνη αυτή ήταν ο Απόστολος Βαγγελάκος ή Τζίνας.

Οι μαστόροι που έχτιζαν την εσωτερική πλευρά του τοίχου ήταν κυρίως μαθητευόμενοι. Όποιος διέπρεπε, προάγονταν σε φατσαδόρο.

Ο εργάτης ξεκινούσε από λασπάς. Αυτός έφτιαχνε τη λάσπη και την κουβαλούσε στους μαστόρους. Ο πιο παλιός εργάτης έδινε πέτρες στους μαστόρους. Άλλος εργάτες μετέφερε τις πέτρες με τα μουλάρια από το νταμάρι στην οικοδομή. Έπρεπε να γνωρίζει πώς θα τις φορτώσει και ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη του νταμαρτζή.

Οι εργάτες είχαν κι άλλες υποχρεώσεις. Ήταν υποχρεωμένοι να φροντίζουν τα μουλάρια, να πλένουν τα ρούχα των μαστόρων, να καθαρίζουν τα εργαλεία κ. ά.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Ο πρωτομάστορας συμφωνούσε την κατασκευή του σπιτιού με την πήχη ή με το μέτρο, αργότερα. Η τιμή για τη σκεπή ήταν ξεχωριστή. Στα χρόνια της κατοχής η συμφωνία γίνονταν σε είδος, κυρίως με λάδι στο Τσιάμικο (Θεσπρωτία). Στη συμφωνία ρύθμιζαν και το θέμα του φαγητού και του καταλύματος. Η συμφωνία ήταν με ‘ξήψωμα’ δηλαδή χωρίς φαγητό ή με τάισμα. Το αφεντικό έπρεπε να εξασφαλίσει κατάλυμα για τους μαστόρους. Αυτό ήταν συνήθως μια καλύβα, μια αποθήκη ήτο χαγιάτι της εκκλησίας. Αν ήταν με ‘ξήψωμα’, κάποιος από την παρέα που έπιανε λίγο το χέρι του, αναλάμβανε το μαγείρεμα και το ζύμωμα του ψωμιού. Τα χρήματα οι μαστόροι τα μοιράζονταν εξ ίσου.

Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Αφού έσκαβαν τα θεμέλια, ο πρωτομάστορας, σε μια γωνιά των θεμελίων έβαζε μια πέτρα πάνω στην οποία είχε σκαλίσει ένα σταυρό.

Το αφεντικό έσφαζε έναν κόκορα και με το αίμα του ράντιζε τα θεμέλια. Σε κάποιο μέρος του τοίχου έκρυβαν ένα μπουκάλι μέσα στο οποίο έβαζαν ένα χαρτί με ευχές ή τη διαθήκη.

Όταν τελείωνε και η σκεπή, οι μαστόροι έβγαζαν και κουνούσαν άσπρα μαντίλια φωνάζοντας ευχές για το σπίτι και τον σπιτονοικοκύρη. Στη συνέχεια προσέρχονταν οι συγγενείς και οι γείτονες φέρνοντας δώρα τα οποία συνήθως ήταν πετσέτες, κάλτσες, χρήματα κ.ά.

Το αφεντικό στο τέλος ήταν υποχρεωμένο να κάνει τραπέζι στους μαστόρους για να φύγουν ευχαριστημένοι. Πίστευαν ότι η ευχή του μάστορα είχε μεγάλη βαρύτητα για την προκοπή του νεόχτιστου σπιτιού.

ΤΑ ‘ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ’

Τα ‘κουδαρίτικα’ ήταν ένας μυστικός γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των μαστόρων. Τον χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν τα αφεντικά. Έτσι ο σπιτονοικοκύρης λέγονταν ‘μπαρός’, η γυναίκα του ‘μπαρίνα’, η κοπέλα ‘αγκίδα’, το φαγητό ‘μάνεμα’, τα χρήματα ‘κράνια’, η δουλειά ‘ράμπο’ κ.ά.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Οι μαστόροι κανόνιζαν τις δουλειές τους ώστε κατά το πανηγύρι του χωριού, στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, να έχουν επιστρέψει στις οικογένειές τους. Γίνονταν τότε μεγάλα γλέντια κι όλοι περηφανεύονταν για το πόσο καλά τα πήγαν στα ξένα.

Από δω και πέρα άρχιζαν οι γεωργικές εργασίες που θα κάνουν μαζί με τις γυναίκες τους. Το θέρισμα, το αλώνισμα και το αμπάριασμα των τροφίμων.

τροφίμων.