Ουσιαστικά τα έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν λίγες μέρες πριν τη γιορτή με το σφάξιμο του οικόσιτου χοίρου που έτρεφε η κάθε οικογένεια από την άνοιξη γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο φτωχές μεγάλωναν το γουρούνι συνεταιρικά και στο τέλος μοιράζονταν το κρέας του.
Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!
Τα γουρούνι (γ’ρούνι) ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχεδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα.Το λίπος του το έλιωναν , το αποθήκευαν σε βαρέλια (κάδιοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίτες ή στο μπομπότο ( από καλαμποκίσιο αλεύρι) ψωμί για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα (λουκανίτσες). Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.
 

Παραμονή των Χριστουγέννων

Από την προπαραμονή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες ( προσφόλια) που θα έδιναν στα παιδιά που θα περνούσαν την επόμενη μέρα για να πουν τα κάλαντα (να κολιαντίσουν) . Για τα παιδιά που ήταν πιο κοντινοί συγγενείς έφτιαχναν μεγαλύτερα προσφόλια. Αυτά τα σφράγιζαν με τα σχέδια που έχει στο χερούλι η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα που πηγαίνουν στην εκκλησία.
 
Την παραμονή οι νονές έπρεπε να πάνε τα δώρα τους στα βαφτιστήρια. Τα δώρα ήταν συνήθως μια περιποιημένη κουλούρα, λίγα ζαχαρωτά ή κανένα ρουχαλάκι που του είχαν πλέξει. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η πεθερά στην αρραβωνιαστικιά του γιου της. Αυτή εκτός από την κουλούρα και τα ζαχαρωτά θα της δώριζε και μαντίλι «καλαματιανο’, αν είχε.
 
Την παραμονή πρωί πρωί, προτού ο παπάς χτυπήσει την καμπάνα, τα παιδιά του χωριού έπαιρναν τις ‘τζιουμάκες’ και εξορμούσαν στα σπίτια. Οι τζιουμάκες ήταν ένα μακρύ ξύλο από κρανιά σαν μπαστούνι το οποίο στη μια άκρη του είχε ένα εξώγκομα ίσα με μια γροθιά. Μ’ αυτά χτυπούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών και τραγουδούσαν:
‘Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου…’
 
Καθώς οι παρέες των παιδιών διέσχιζαν τα σοκάκια του χωριού μέσα στη νύχτα του χειμώνα έσπαγαν με τις τζιουμάκες τους τους φράχτες των σπιτιών και των κήπων για να γελάσουν. Οι ιδιοκτήτες άλλοι φώναζαν και μάλωναν και άλλοι το δέχονταν ως αναγκαίο κακό. Σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα στα παιδιά κι αυτά μ’ ένα κλαδί κέδρου που κρατούσαν στα χέρια τους ανακάτευαν τη φωτιά στο τζάκι λέγοντας:
 
‘Ζιάρα, αρνιά, κατσίκια…’Μια ευχή για να γεννιούνται θηλυκά ζώα.
 
Μετά την εκκλησία τα παιδιά του χωριού συγκεντρώνονταν στην πλατεία με τα κεντητά σακούλια τους στην πλάτη για να πάνε να πούνε τα κάλαντα χωρίς τις τζιουμάκες αυτή τη φορά. Μέσα στο σακούλι η μάνα τους έβαζε ένα προσφόλι, λίγα καρύδια, σύκα ή ζαχαρωτά. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και οι παρέες τους αποτελούνταν από 8 έως 10 άτομα. Μουσικά όργανα δεν είχαν.
 
Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, Φώναζαν: ‘Να τα πούμε;’ Κι άρχιζαν:
 
 
«Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου
ου Χριστός γηννιέτι, γηννιέτι κι βαφτίζιτι
στα σούραντα (ουράνια) σ’ απάνου
κι οι άγγελοι χαίρουντι και τα δαιμόνια σκάζουν
σκάζουν και πλαντάζουν, τα σίδερα δαγκάνουν.
Νό’ μου (δώσ’ μου) μπάμπου κ’λούρα
Να μη σ’ τσακίσου τα’ θύρα και την παραθύρα
Ξύδι στο βαένι, ρακί στο κολοκύθι.
Δυο χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια
που βόσκουν τα κατσίκια στου μέγα του χουραφ’»
 

Την ώρα αυτή οι νοικοκυρές έψηναν τα ‘σπάργανα του Χριστού’. Έφτιαχναν ένα είδος χυλού με αλεύρι χωρίς αλάτι. Στο τζάκι, πάνω στην πυροστιά, τοποθετούσαν μια πέτρινη πλάκα. Στην πλάκα αυτή έριχναν με μια κουτάλα το χυλό και τον άλωναν με τον πλάστη. Μετά το γύριζαν κι από την άλλη για να ψηθεί κι από τις δυο πλευρές. Για να τα φάνε τα ράντιζαν με βούτυρο ή με μέλι και καρύδια.
 
Άλλο φαγητό που έφτιαχναν αυτή τη μέρα ήταν τα ‘γιαπράκια’. Ήταν ένα νηστίσιμο φαγητό που έμοιαζε με τους λαχανοντολμάδες που γίνονταν όμως με φύλλα από λάχανο τουρσί που είχαν φτιάξει οι νοικοκυρές από το φθινόπωρο. Συμβόλιζε το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.
 
Μεγάλη προσοχή έδιναν στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Δεν έπρεπε να σβήσει γιατί θα κρύωνε το μωρό της Παναγίας. Στην εστία δεν καθάριζαν όλη τη στάχτη. Αυτή τη μάζευαν και την ημέρα του Σταυρού, παραμονές των Φώτων, την πετούσαν στα χωράφια για λίπασμα και απολύμανση.
 
Οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους μοιάζουν μ’ αυτές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι γονείς κατά την περίοδο του δωδεκαήμερου δεν άφηναν τα παιδιά τους να πάνε στους νερόμυλους τη νύχτα γιατί εκεί πίστευαν ότι μπορούν να τους κάνουν κακό. Στο σπίτι έπρεπε να σκεπάζουν τα κατσαρολικά (αγγειά) για να μην τα μαγαρίσουν. Πολλοί άφηναν έξω από την πόρτα ένα μικρό δοχείο με νερό και λίγο ψωμί για να φάνε τα Καλικαντζαρούδια κι έτσι να τα καλοπιάσουν.
 

Ανήμερα τα Χριστούγεννα

Την ημέρα αυτή φόραγαν τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία, ετοίμαζαν τα φαγητά, κυρίως χοιρινό, πήγαιναν επισκέψεις στους συγγενείς και το απόγευμα, αν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο μεσοχώρι τα ‘βιολιά’. Επισκέψεις στους Χρηστάδες έκαναν την άλλη μέρα. Το χορό στην πλατεία άρχιζε ο γεροντότερος εις ένδειξη σεβασμού. Πολλές φορές ο χορός κρατουσε και τρεις μέρες. Τόσος πολύς ήταν ο κόσμος τότε στο χωριό, κυρίως στα προπολεμικά χρόνια.
 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά εξορμούσαν πάλι για τα κάλαντα. :
 
«Άι-Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί ήταν χλωρό και βλάστησε κλωνάρια
Και πάνω στα κλωνάρια του περδίκες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικές, ήταν και περιστέρια.»
 

Τα δώρα των νοικοκυραίων ήταν κι εδώ ό,τι και στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Οι νοικοκυρές ζύμωναν για να φτιάξουν τα φύλλα της βασιλόπιτας. Αφού τα έψηναν στη γάστρα, τα άφηναν στο πλαστήρι να είναι έτοιμα για την άλλη μέρα.

Στο τζάκι έβαζαν μεγάλα κούτσουρα για να καίνε μέχρι την άλλη μέρα. Θεωρούσαν κακό σημάδι να σβήσει η φωτιά μια τέτοια νύχτα.

Το βράδυ της παραμονής έπαιζαν όλα τα μέλη της οικογένειας το παιχνίδι με τα σπυρόσταρα. Χώριζαν τη φωτιά του τζακιού στη μέση και σκούπιζαν καλά τη βάτρα. Έπαιρνε κάποιος στο χέρι του τόσα σπυριά σιτάρι όσα ήταν και τα πρόσωπα. Αφού το ονομάτιζε, το έριχνε στο μέρος της εστίας που είχαν καθαρίσει. Το στάρι έσκαγε και τινάζονταν. Ανάλογα με την κατεύθυνση και το πρόσωπο έδιναν μια εξήγηση. Αν ήταν του αφέντη (παππούς) και τινάζονταν προς το νεκροταφείο ήταν κακό σημάδι. Αν το σπυρί ήταν αγοριού ή κοριτσιού σε ηλικία γάμου, προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιον ή ποια θα πάρει από τη γειτονιά που έδειξε το σταρόσπορο. Αν ήταν μεγάλος έδειχνε προς ποια κατεύθυνση θα πήγαινε για δουλειές. Αν δεν έσκαγε σήμαινε ότι αυτός δεν θα έκανε τίποτα. Έτσι, με γέλια και πειράγματα περνούσε ευχάριστα η μεγάλη αυτή βραδιά και ξεχνούσαν τα βάσανα της καθημερινότητας αλλά το κυριότερο δένονταν τα μέλη της οικογένειας.
 

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς

Η Βασιλόπιτα
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έπρεπε να φτιάξουν τη Βασιλόπιτα με τα φύλλα που είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα. Το χαρακτηριστικό της κερασοβίτικης βασιλόπιτας είναι ότι εκτός από το φλουρί βάζουν και άλλα σημάδια απόλυτα ταιριαστά με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων. Τα σημάδια αυτά ήταν:
 

Το φλουρί
 

Ο ‘σταυρός’


 
Το Στάχυ

Ο σταυρός συμβόλιζε το Χριστό και τον έβαζαν στη μέση της πίτας. Μπορεί να το έβαζαν όπως και τα άλλα σημάδια και όποιος το κέρδιζε θεωρούνταν ιδιαίτερα τυχερός και ευλογημένος για τη χρονιά που έρχονταν. Το στάχυ ήταν ένα κομμάτι από την κορυφή του σιταριού. Σ’ αυτόν που θα έπεφτε τον εξέταζαν αν ήταν τυχερός ή όχι ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά της χρονιάς. Το στάχυ συμβόλιζε τη σπορά και το θερισμό των σιταριών.

H ‘φούρκα’

Όποιος πετύχαινε τη φούρκα θα έπρεπε να αναλάβει να εξασφαλίσει τα καυσόξυλα της χρονιάς για το σπίτι. Ο σταυρός και η φούρκα κατασκευάζονταν από λεπτά κλαδάκια κρανιάς. Το κλήμα ήταν ένα μικρό κομμάτι από κληματόβεργα και συμβόλιζε την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου. Αν και η παραγωγή αυτών των προϊόντων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όπως σε άλλες περιοχές, δεν έλειπαν όμως από κανένα σπίτι.


Το μαντρί


Ο τσάρκος

Το μαντρί ήταν ένα μικρό στεφάνι από κλαδί κρανιάς και ο τσάρκος ακόμη μικρότερο. Αυτά συμβόλιζαν τις κτηνοτροφικές ασχολίες των κατοίκων. Το μαντρί ήταν για τα μεγάλα ζώα και ο τσάρκος για τα μικρά.

Το θκέντρι
 
Οι κληματσίδες

Το θκέντρι ήταν ένα ίσιο μυτερό ξύλο, η βουκέντρα. Αυτό συμβόλιζε τα βόδια του σπιτιού τα οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για το όργωμα των χωραφιών. Αν η οικογένεια είχε μελίσσια έβαζαν κι ένα άλλο σημάδι, την έλικα από τις κληματόβεργες. Έτσι η Βασιλόπιτα αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον για όλα σχεδόν τα μέλη της.
Η πίτα φτιάχνονταν με τα φύλλα που είχαν ψήσει στη γάστρα από την παραμονή. Για να μυρίσει ωραία, έβαζαν στο τηγάνι λάδι και βούτυρο. Μετά έριχναν λίγο πράσο να τσιγαριστεί για να δώσει ένα ξεχωριστό άρωμα. Πρόσθεταν λίγο τραχανά και λίγα τρίμματα από τυρί. Άλλοι πρόσθεταν και λίγο κρέας. Γενικά πάντως ήταν μια πίτα πολύ λιτή.
Το μεσημέρι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο αφέντης, αφού τη σταύρωνε , την έκοβε σε κομμάτια, αρχίζοντας από το μεσαίο, του Χριστού. Μετά το ν τεμαχισμό της την έκανε τρεις στροφές και έδινε στον καθένα το ‘φελί’ του αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Ανάλογα με το σημάδι που τύχαινε ο καθένας άκουγε και τα σχετικά σχόλια και πειράγματα.
Αυτά τα σημάδια τα φύλαγαν μέχρι την ημέρα των Φώτων. Εκείνη την ημέρα όποιος πήγαινε στη βρύση του μαχαλά για να φέρει νερό με τις μπούκλες έριχνε εκεί τα σημάδια ή στο ποτάμι. Το φλουρί το φύλαγαν στο εικόνισμα του σπιτιού μέχρι την άλλη χρονιά.
Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς έβγαιναν πάλι τα βιολιά στο μεσοχώρι και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.
 

Παραμονή των Φώτων

 
Την παραμονή των Φώτων , στις 5 Ιανουαρίου, είναι μεγάλη νηστεία. Έφτιαχναν πάλι λαγγίτες στην πλάκα όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων και έτρωγαν φασολάδα αλάδωτη.
Την ημέρα αυτή περνούσε ο παπάς από τα σπίτια του χωριού με αγίασμα για να ραντίσει. Οι νοικοκυρές κρατούσαν λίγο απ’ αυτό για να αγιάσουν και τα οικόσιτα ζώα. Μέσα στο αγίασμα βουτούσαν ένα κομματάκι κουλούρα που είχαν φτιάξει την παραμονή των Χριστουγέννων και την έδιναν στο ζώο να τη φάει. Την άλλη μέρα δεν ξαναπερνούσε ο παπάς. Οι πιστοί έπαιρναν μόνοι τους αγίασμα για το σπίτι. Μέσα στο κακαβούλι του παπά έριχναν κάποιο νόμισμα. Ο παπάς είχε μαζί του ένα σακί στο οποίο οι χωριανοί έδιναν το ‘μισθό’ του: φασόλια, καρύδια, λουκάνικα και ό,τι άλλο είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν. Ο ιερέας του χωριού ήταν πάντα ένας άριστος γνώστης της οικονομικής κατάστασης κάθε οικογένειας. Από εκεί βγήκε και το σατυρικό τραγουδάκι: «Τον Ιορδάνη…
Κοίτα μωρέ Γιάννη
Πάνω στο ταβάνι
Κρέμεται λουκάνικο
Βάλτο μες στ’ αμάνικο.» 
 

Ανήμερα των Φώτων

Την ημέρα αυτή οι χωριανοί, κυρίως οι άντρες, πήγαιναν να εκκλησιαστούν παίρνοντας μαζί τους την εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού. Την είχαν καθαρίσει βέβαια προηγουμένως με ξυνόμηλο.Ο παπάς αγίαζε τα νερά ρίχνοντας το σταυρό σ’ ένα καζάνι.
Πριν τελειώσει η λειτουργία γίνονταν ένα είδος πλειστηριασμού για να εξασφαλίσει η εκκλησία το λάδι που χρειάζονταν για τα καντήλια. Ο ψάλτης έπαιρνε μια φορητή εικόνα από το τέμπλο, άρχιζε με την εικόνα του Αγίου Βασιλείου, και ανακοίνωνε στο εκκλησίασμα την έναρξη των προσφορών. Από κάτω ανέβαζαν την προσφορά και όποιος έδινε τη μεγαλύτερη έπαιρνε την εικόνα του αγίου στα χέρια του. Μετα συνέχιζαν με τις υπόλοιπες φορητές εικόνες του τέμπλου. Όταν τελείωνε ο πλειστηριασμός και η λειτουργία, με τις εικόνες στα χέρια το εκκλησίασμα περιφέρονταν τρεις φορές γύρω από το ναό ψάλλοντας «Κύριε, ελέησον!» .Τις εικόνες τις ξανατοποθετούσαν στη θέση τους και επέστρεφαν στο σπίτι έχοντας στα χέρια τους την εικόνα από το εικονοστάσι τους και το αγίασμα. Με αυτό θα ραντίσουν πάλι όλο το σπίτι, τα μαντριά και τα χωράφια τους. Όταν πήγαιναν σε κάποιο χωράφι έπαιρναν μαζί του ς μια χεριά βρυζάχυρο και την έδεναν σ΄ ένα κλήμα ή σ’ ένα δέντρο.
Το μεσημέρι θα φάνε τον πατσά από το χοιρινό που είχαν μαγειρέψει από την παραμονή των Χριστουγέννων. Το απόγευμα θα βγουν πάλι τα βιολιά στην πλατεία και θα επισκεφθούν τους Φώτηδες. Τα Θεοφάνεια δεν έλεγαν κάλαντα τα παιδιά του χωριού.