Μεγαϊάννη, η: Η τοποθεσία να ονομάστηκε από κάποιο εκεί εξωκκλήσι του Μέγα Αϊ-Γιάννη, μάλλον δεν αληθεύει. Δεν βρέθηκε πουθενά εκεί τριγύρω, έστω ερείπια-λείψανα, κάποιου τέτοιου εξωκκλησιού, πέραν του ότι στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία δεν υπάρχει Μέγας Αϊ-Γιάννης.
Το τοπωνύμιο δηλώνει κυριώνυμο που ήταν ασφαλώς κάποιος Μεγαγιάννης ο οποίος προφανώς κατείχε ή νέμονταν την τοποθεσία.
• Μπαρατσώνη, η: Η ορθή γραφή είναι Μπαρατσόνη, σύνθετη λέξη από το σλαβικό barra ( = τέλμα, λάκκος με νερό) και το όνομα Τσόνης, που προέρχεται από το πουλί τσόνι, που σημαίνει σπίνος και αυτό με τη σειρά του από το βλάχικο ciona που σημαίνει το σπουργήτι (Κ. Οικονόμου «Τοπωνυμικό Ζαγορίου»). Επομένως Μπαρατσόνη είναι κυριώνυμο και προήλθε από τα χωράφια της ομώνυμης οικογένειας στην περιοχή.
• Μπέκος, ο: Μπορεί στα Λατινικά beccus να σημαίνει κορυφή βουνού, αλλά για εμάς τους Κιρασοβίτες σημαίνει κυριώνυμο. Υπήρξε Κιρασοβίτικη φάρα-φαμίλια, οι Μπεκαίοι, προφανώς από τον συνοικισμό του Ριαχόβου, που μετά την υποχρεωτική και αναγκαστική συνένωση του 1780 με το Κιράσοβο, ή και πιο μπροστά ακόμη, έφυγε-μετανάστευ-σε, πράγμα πολύ συνηθισμένο, σε άλλους τόπους, Θεσσαλία-Ήπειρο-Δυτική Μακεδονία (Χάσια). Τους Μπεκαίους τους βρίσκουμε στα Ελευθεροχώρια στα Κανάλια της Καρδίτσας, μαζί με τους Βαλλάδες, Κυριτσαίους, Τσιατσαίους, Παπαδημητραίους κ.ά. Επίσης και στο Σούλι (Σαμονίβα), μαζί με τους Παπαγιανναίους-Βασιαίους, Τουνταίους. Αυτό δε γιατί τα μέρη αυτά αποτελούσαν άσυλο καταδιωγμένων Ελλήνων (Κ.Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία Β. Ηπείρου, σελ. 93). Και σήμερα ακόμη οι Μπεκαίοι των Ανθηρών της Καρδίτσας, πρέπει να είναι Κιρασοβίτικης καταγωγής. Κατά συνέπεια η κορυφή του βουνού Μπέκος πήρε το όνομα κάποιου ξακουστού κλεφτοαρματολού Κιρασοβίτη Μπέκου και αυτοί ήταν οι Λάμπρος-Γιάννης που πολέμησαν και στο Μεσολόγγι, όπως οι Φουρκιώτες ισχυρίζονται και γράφουν το Ταμπούρι, που είναι ο ίδιος ο Μπέκος, Ταμπούρι του καπεταάν Καραγιώργη, που ήταν κλεφταρματολός αλλά και αρχιληστής (Κ.Α. Βακαλόπουλος).
Στο Μπέκο ψηλά οι Παπαγιανναίοι είχαν και έχουν χωράφια. Τα σπέρναμε κριθάρι, αλλά τα περισσότερα χρόνια το τρώγαν τα πρόβατα των Βλάχων από τη Φούρκα. Το συμβάν αυτό το έζησε και ο γράφων, νέο αγόρι τότε το 1955.
• Νησί Μακάρων.Η προϊστορία ξεκινάει με τους μυθικούς ήρωες που θεμελίωσαν πό λεις, ονόμασαν χώρες και έμειναν γνωστοί σαν γενάρχες φυλών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιλλυριός, γιος του Κάδμου και της Αρμονίας, βασιλιάδων των Θηβών, που έφτασαν στα Βόρεια της Ηπείρου.
Ωστόσο, τα όσα είναι γνωστά για τον Κάδμο και την Αρμονία, δίνουν μεγαλύτερες προεκτάσεις, γεννούν περισσότερες σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό. Αξίζει μια σύντομη αναφορά στις δραστηριότητες και την πολιτεία γενικά του ζευγαριού αυτού, που τόσο στενά σχετίζεται με τους Ιλλυριούς. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Διόδωρου Σικελού, Παυσανία, Απολλόδωρου, Πινδάρου, Ευριπίδη, Υλίνου, Απολλώνιου Ροδίου κ.τ.λ. (Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, βιβλ. ii) η πολιτεία αυτή συνοψίζεται ως εξής: Ο Κάδμος, όταν εξαφανίστηκε για το φόνο του Δράκου γιου του Θεού Άρη, υπηρετώντας 8 χρόνια σ’ αυτόν, πήρε κάτω από την ισχυρή προστασία της Αθηνάς την χώρα των Βοιωτών. Εκεί, έχτισε στις Θήβες την ακρόπολη την οποία ονόμασε Καδμεία. Μυήθηκε στα Μυστήρια της Σαμοθράκης που ο Δίας είχε αποκαλύψει στον Ιάσιο και παντρεύτηκε την Αρμονία, κόρη της Αφροδίτης και του Άρη, με την βοήθεια της Αθηνάς, όταν επισκέφτηκε την Σαμοθράκη. (GRAVES K: GREEK MYTHS, CASSEL- LONDON 1969, σελ. 198-199). Αυτός ο γάμος είναι ιδιαίτερα σημαντικός γιατί είναι και ο πρώτος ανάμεσα σε θνητούς όπου παρέστησαν οι Θεοί του Ολύμπου.
Με όλη αυτή την εύνοια των Θεών, ο Κάδμος όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει πέρα για πέρα τη συγνώμη του Άρη, ο οποίος πολύ είχε λυπηθεί και θυμώσει για τον φόνο του φιδιού του, κι αναγκάστηκε, μεγάλος πια στην ηλικία να εγκαταλείψει τη Θήβα, αφήνοντας το θρόνο στον εγγονό του Πενθέα. Τον Πενθέα όμως τον είχε γεννήσει η κόρη του Αγάνη με τον Εχίονα, του Ιπορέα του Κάδμου, και ζούσε ήσυχα στην πόλη του. Όταν τώρα ο Πενθέας φονεύτηκε από την μαινόμενη μητέρα του, ο Διόνυσος προείπε (μάντεψε), πως ο Κάδμος και η Αρμονία (γυναίκα του), θα φύγουν από την Βοιωτία και επάνω σε ένα άρμα (άμαξα) που θα το σέρνουν δαμάλια, θα πάει να βασιλεύσει σε Βαρβάρους. Εκεί, ο Άρης, που θα έχει επιτέλους εξευμενιστεί, θα τους σώσει από τον βασανιστικό θάνατο, μεταμορφώνοντας τους σε φίδια και στέλνοντας τους στο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ», να ζήσουν ευτυχισμένοι την άλλη ζωή.
Έτσι και σύμφωνα με την προφητεία αυτή του Διόνυσου, ο Κάδμος και η Αρμονία, άφησαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν στα Βόρεια της Ηπείρου, στη χώρα των Εγχελών μια από τις πάμπολλες Δωρικές Ηπειρωτικές φυλές που έχουν προαναφερθεί. Όταν οι τελευταίοι (Εγχελείς), υπέστησαν την επίθεση των Ιλλυριών, ζήτησαν το βασιλικό ζευγάρι (Κάδμος - Αρμονία) να γίνουν κυβερνήτες τους, σύμφωνα και πάλι με τη συμβουλή του ίδιου του Διόνυσου. Στο μεταξύ η κόρη του βασιλικού ζευγαριού, η Αγάνη είχε παντρευτεί τον βασιλιά των Ιλλυριών Λυκαθέρση, στην αυλή του οποίου είχε καταφύγει μετά το φόνο του γιου της Πενθέα. Ακούγοντας, πως οι γονείς της, είχαν γίνει βασιλείς των Εγχελών και πως οι Ιλλυριοί είχαν επιτεθεί στη χώρα τους, σκοτώνει τον άντρα της τον Λυκαθέρση και προσφέρει τη χώρα του στον Κάδμο. Και άλλα πολλά λέει η μυθολογία για τον Κάδμο και την Αρμονία όπως και τις περιπέτειες τους. Ο γράφων, περιέλαβε το λήμμα αυτό, της Μυθολογίας, για να δείξει, ότι το τοπωνύμιο και κάθε τοπωνύμιο, στα ριζά του Σμόλυγκα της Πίνδου, «Νησί των Μακάρων», στο οποίο έχει και ο ίδιος πάει αρκετές φορές τα χρόνια της νιότης του στο χωριό, για μεταφορά καυσόξυλων με τα ζώα, δεν είναι όλως τυχαίο και άσκοπο.
Μία από τις δύο αυτές εκδοχές που έχουν προαναφερθεί, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα. Αν αληθεύει η πρώτη εκδοχή, σε συνδυασμό και με τα «κελλιά», τότε αυτό μαρτυράει την διάδοση-διδαχή της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας μας από τα πρώτα χρόνια της χριστιανοσύνης στα μέρη μας, στα χωριά μας. Αν όμως δεν είναι αυτή η εκδοχή, αλλά η δεύτερη της Μυθολογίας, ε, τότε έχουμε και άλλη μια τρανότατη απόδειξη της προϊστορικής (μυθολογικής) κατοίκησης του τόπου μας, γύρω - τριγύρω από τον Λύγγο, ή Λυγκώνα μας. Πάντως, η άποψη του γράφοντος είναι ότι ισχύει η δεύτερη περίπτωση, σε συνδυασμό με όλα τα στοιχεία που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα γύρω από την πανάρχαια κατοίκηση των τόπων - χωρών γύρω από χον Λύγγο - Λυγκώνα (Σμόλυγγα) των Βλάχων της Φούρκας.
• Nταλιόπολη, η: Το τοπωνύμιο αυτό διχάζει τον μελετητή, τον ερευνητή. Μπορεί να προέρχεται από το Σλαβ. DALIE (=μήκος-μακρότητα-ίσιωμα), μπορεί όμως να προέρχεται και από κυριώνυμο. Κάτοικος Κιρασοβίτης υπήρξε και ο Ντελιάλ προφανώς δυτικής καταγωγής, ίσως και από εδώ να προέρχεται, κατά παραφθορά. Να μην ξεχνούμε καθόλου ότι τα μέρη γύρω από τον Σμόλυγκα, κατοικούταν από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Εδώ τα πανάρχαια χρόνια ήταν η Τράμπυα, και κοντά της η σημερινή Πουρνιά (Σταρίτσιανη), η Κιμώλια ή η Εροιβιά προφανώς - ίσως τα σημερινά χαλασμένα τα δικά μας, η Μέλια, που αυτή ίσως να βρίσκονταν στο σημερινό τοπωνύμιο το δικό μας Μηλιά, σύνορα με Νταλιόπολη, πόλεις για τις οποίες μίλησε ο Θεόφραστος (βιβλ. II). Η προϊστορική αυτή πόλης ήταν πλησίον της άλλης πόλης των Βουνείμων. Τα Βουνείμια ήταν κτίσμα του μεγαλοπράγμονα μυθικού Οδυσσέα «ην έκτισε πλησίον Τραμπύας, λαβών χρησμόν, ελθών προς άντρας οι ουκ οίσασι (δεν εγνώριζαν), θάλασσαν, βουν ουν θύσας, έκτησεν...» (Γ. Λυμπερόπουλος, περιοδικό Κόνιτσα, τ. 88). Λάθος μέγά του Ρουκεβίλ που θέλησε να τοποθετήσει την Τράμπυα και τα Βούνειμα στην περιοχή της Ολύτσικας (χωριό Παλιουρή), ενώ βρίσκονται γύρω από τον Λύγγο ή Λυγγόνα ή Σμόλυγκα (Θ. Χατζηγεωργίου, η αποδημία των Ηπειρωτών).
• Ντήσινο, το: Το ορθό είναι στην πέτρα του Ντήσινου. Και εδώ διχάζεται η ονομασία, το τοπωνύμιο. Ναι μεν στα σλαβικά DISHANIJE ( = αναπνοή, φυσητό, λόγω ανηφοριάς), πλην όμως μπορεί να προέρχεται και από το κυριώνυμο Ντήσινος, γιατί απαντάται σαν ιδιοκτησία «στην πέτρα του Ντήσινου», ασχέτως αν έχει περίπου την ίδια σημασία. Όπως και να έχει το ζήτημα εκείνο που προέχει, που έχει σημασία μεγάλη, είναι ότι η πέτρα αυτή, μικρό ύψωμα, βουναλάκι, αποτελούμενο από σχιστόλιθους-ασβεστόλιθους, κρύβει στα σπλάχνα του μεγάλο σπήλαιο. Το σπήλαιο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε σαν κλέφτικο λημέρι καταφύγιο των κλεφτοαρματολών. Εκείλημέριαζαν και κρύβονταν οι αετοί της Πίνδου, του Σμόλυγκα, του Κιρασόβου, της Σαμαρίνας, Μπέκος, Σπαθούλας, Β. Χατζάρας, Αγγελής, Λόγγας, Πέτρος Μανέκας (Μπίας παρατσούκλι). Όλοι αυτοί ήταν Κι-ρασοβίτες. Οι Ζήνδρος, Ζακαίοι, Τότσικας, Παπα-θύμιος Βλαχάβας, Μίχος, Γιώργος Μίσιος, ή Μίσος και από Γρεβενά και Σαμαρίνα. Εκεί ήταν η «κρυψώνα» τους και εκεί ξεχειμώνιαζαν, ξεκουράζονταν, όταν δεν ήταν σε αποστολές. Εκεί έμεναν οι λαβωμένοι για να γιατρευτούν. Ακόμη ήταν λημέρι και των ληστοσυμμοριτών της Πίνδου. Την άνοιξη του 1916, η μάνα του μακαρίτη Σπύρου Γαλάνη, όταν έκανε χωράφι εκεί κοντά, σε απόσταση 120 μέτρων περίπου, είδε ίχνη από φρέσκιες πατημασιές τσαρουχιών με καρφιά πάνω στο μπάλωμα του λίγου χιονιού που υπήρχε ακόμη και πίσω από τον κέδρο στρωμένα τσάκνα (ψιλά κλαδιά) και ξερά χόρτα, δείγμα ότι κάποιος άντρας ήταν ξαπλωμένος.
Λίγο πιο πέρα στην είσοδο της σπηλιάς που είχε μέτωπο προς το χωριό μας, όπου και χάθηκε εκεί μέσα ο άντρας φρουρός.
Λέγεται πάντως πως υπήρχαν και άλλες είσοδοι στη σπηλιά και ιδίως από τις απότομες-απόκρημνες πλευρές της πέτρας προς τα χωράφια των Παπαγιανναίων. Το βέβαιο είναι, ότι κανένας Κερασοβίτης, ή άλλος βοσκός ή κάποιος περίεργος δεν ακούστηκε ότι βρήκε τις κρυφές εισόδους-εξόδους και μπήκε μέσα στο σπήλαιο, να το εξερευνήσει. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός αυτό. Δεν βρέθηκε κανένας περίεργος να εξερευνήσει τα μονοπάτια που οδηγούσαν στη σπηλιά; Εκτός αν οι τελευταία ληστές της Πίνδου, του Σμόλυγκα έσβησαν κάθε ίχνος που μπορούσε να οδηγήσει στην μεγάλη, όπως λέγεται κρυψώνα. Έτσι όμως παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο που θέλει να ερευνηθεί και αν είναι δυνατό να γίνει γρήγορα, γιατί τα μονοπάτια-περάσματα θα κλείσουν για παντοτινά, εφόσον μάλιστα έχουν ήδη περάσει εκατό χρόνια.
Εκείνο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι τους κλεφταρματολούς, έστω και ληστές, τους βοηθούσαν, τους τάιζαν, τους έντυναν: τους πόδεναν και τους περιποιόντουσαν κατά κύριο λόγο, όπως και οι βοσκοί, οι πρόγονοι μας Κιρασοβίτες-τισσες, παίζοντας τη ζωή τη δική τους αλλά και της οικογένειας τους «κορώνα = γράμματα», κάτω από τις σπάθες των αιμοβόρων Τουρκαλβανών στρατιωτών και ληστών. Παρδείγμα: Ο Παπαδημήτρης Οικονόμου (Σαράγκαλος) που φιλοξενούσε τη νύχτα στο κελάρι τους «κλέφτες» και πάνω στον νοντά (καλό δωμάτιο) τους Τούρκους αγάδες, «διπλωμάτης», πρώτης τάξης. Δεν ήταν ο μόνος, το ίδιο γίνονταν και από άλλους Κερασοβίτες. Με λίγα λόγια η Πέτρα του Ντήσινου για εμάς τους Κιρασοβίτες είναι μεγάλο ιστορικό ντοκουμέντο, μνημείο θα έλεγα, που θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα από τους φορείς τους πολιτιστικούς του χωριού μας. Για φανταστείτε να υπήρχε αυτή σε άλλα μέρη, τόπους, ήδη θα το είχαν τουριστικά αξιοποιήσει, θα το είχαν αναδείξει, εμείς πότε; Ο μακαρίτης ο Σπύρος Γαλάνης έφυγε με αυτό τον καημό (Περιοδικό Κεράσοβο, τεύχος 54).
• Ντουρελή, η: Σημαίνει υψηλός, άγριος, τραχύς τόπος, αλλά δυνατό να προέρχεται και από το κυριώνυμο Ντουραλής, πάλι την ίδια σημασία έχει, αλλά φαίνεται πιο πιστευτό το δεύτερο γιατί στο ταπί του Χρηστάκη Τέλη, αναφέρεται χωράφι που υπήρχε στο ποτάμι του Ντουραλή.
• Πολιόμπλος, ο: Η εξήγηση έχει δοθεί στο βιβλίο «Εκκλησία, εξωκκλήσια, εικονίσματα και νερόμυλοι» του χωριού μας του γράφοντος1999.
• Πέρα ή Κάτω μαχαλάς, ο: Η εξήγηση δόθηκε στο Κεφάλαιο οι παλιοί συνοικισμοί του χωριού.
• Ριάχοβο, το: Η εξήγηση δόθηκε στο λήμμα οι παλιοί συνοικισμοί του χωριού μας.
• Σμόλυγκας, ο: Η ορθή και σωστή γραφή είναι αυτή. Έχει εξηγηθεί σε άλλα λήμματα, πως η ονομασία του βουνού αυτού δεν προέρχεται από το σλαβικό SMOLA (=ρετσίνι) ή από το ApP (s) MOLIKE-Α/ρητινούχο δένδρο πεύκο). Η ονομασία του είναι προϊστορική, ανάγεται στο μύθο-παράδοση, στο Βασιλιά Λύγγο της Μακεδονίας, (βλ. και σε άλλο λήμμα) που έγινε (μεταμορφώθηκε) σ’ αυτό το είδος του άγριου ζώου που είναι μεταξύ σκύλου-τσακαλιού. Οι αρχαίοι πρόγονοι μας το ονόμαζαν το βουνό Λυγκών ή Λυγκώνα. Οι Σλάβοι κυρίως τον 13ο αιώνα (1300 μ.Χ.) που έμεναν στα μέρη μας 100 και πλέον χρόνια, συνέχεια, πρόσθεσαν μπροστά του τη συλλαβή (Σμο) που είναι η πρώτη συλλαβή της Σλαβικής λέξης Σμοκός ή Μοκός που σημαίνει ποιμνιοστάσιο (στρούγκα). (βλ. άπαντα Κ. Κρυστάλλη). Αν τώρα συνδυάσουμε τις δυο αυτές λέξεις, έχουμε Σμοκό-Λύγκος και χάρι ευφωνίας Σμο-Λύγκος = Σμόλυγκας, που σημαίνει άγριο σκύλο της στρούγκας δηλ. τσομπανόσκυλο. Καμιά επομένως σχέση με τον ρητινούχο πευκώνα. Εξάλλου η σχέση φαίνεται άσχετη και από το γεγονός ότι το βουνό προϋπήρχε της έλευσης των Σλάβων στην Ήπειρο, άρα είχε κάποιο όνομα και αυτό το όνομα ήταν ο αρχαίος Λυγκών, ή Λυγκώνας, κατά Ρουκεβίλ, αλλά και όπως το αναφέρουν και όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί Έλληνες και Λατίνοι, όπως και οι γεωγράφοι. Το μόνο που έκαναν οι Σλάβοι ήταν να προσθέσουν το (Σμο) και πράγματι ήταν πολύ πετυχημένο, αφού ο άγριος Λύγκος έγινε ακόμη πιο άγριος, Τσομπανόσκυλο της στρούγκας, του μαντριού, φύλακας άγρυπνος.
• Ταμπούρι, τo: Εξηγήθηκε ήδη στη λέξη Μπέκος.
• Τζιούμα, η: Γράφεται και Τσιούμα. στις δυο τσιούμες υπήρχαν χωράφια. Στη Β. Τσιούμα έχει χωράφια και η οικογένεια του γράφοντος προς την πλαγιά του Συποτά. Η λέξη Τζιούμα η Τσιούμα θα πει συστάδα από δένδρα πάνω σε μυτερή κορυφή βουνού και προέρχεται από τη λατινική λέξη cyma, που θα πει νεαρός βλαστός, άκρη, κορυφή (Κ. Οικονόμου «Τοπωνυμικό Ζαγορίου», σελ. 319) όπως και είναι οι δυο αυτές φυσικές και κατάπευκε κορυφές. Δεν έχει καμιά σχέση με τη λέξη γουδί, γαβάθα (ανεστραμμένη).
• Τzιουμίχα, η: Έχει την ίδια έννοια όπως και προηγούμενα (μικρή κορυφή).
• Χαλασμένα, τα: Απαντάται σαν χάλασμα και χαλασμένα. Κυρίως το τοπωνύμιο αυτό λέγεται στην πέτρα στα χαλασμένα. Η έννοια είναι: 1) το να χαλάσει, να καταστρέψει κάποιος κάτι, 2) το γκρεμισμένο ετοιμόρροπο κτίσμα, ή τμήμα αυτού, οικοδομή από σπίτια, σχολεία, γεφύρια, εκκλησιές κ.ά. που είχαν απομείνει (Λεξ. Γ. Μπαμπινιώτη 1998 σελ. 1950).
Επομένως το τοπωνύμιο αυτό, δηλώνει ότι κάποτε προϊστορικά βεβαίως (προ 776 π.Χ.) υπήρχε εκεί οικισμός ανθρώπων, κατοικούνταν και από διάφορες αιτίες, προφανώς λόγω θέσης που κατείχε απέναντι ήταν το κάστρο στου Ζεκίρι, και στο διάβα-πέρασμα Ανατολής-Δύσης, δηλαδή: Μακεδονίας - Ηπείρου, καταστράφηκε - ερήμωσε - χάλασε. Έτσι διατηρήθηκε, σαν ανάμνηση σαν χαλασμένα, το τοπωνύμιο αυτό μέχρι σήμερα, μέσω παράδοσης - μύθου. Ίσως, πιθανόν, να ήταν εκεί η αρχαία Εροιβιά, ή η Κιμωλία, που οι ιστορικοί της τοποθετούν μεταξύ Σαμαρίνας - Κόνιτσας, πάντως στα μέρη του χωριού μας. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί το τοπωνύμιο να έχει καμιά σχέση με τη διάβρωση των βράχων της πέτρας.
Εδώ πρόκειται για άλλο ένα ιστορικό ντουκουμέντο - κατάλοιπο - λείψανο που φανερώνει την πανάρχαια κατοίκηση του τόπου μας, του χωριού μας.
• Χασάν Κοπάτση, η: (Στ’ Χασάν Κοπάτσ’): Ετυμ. Τουρκ. Ηασάν= αγάς και όχι ωραίος, καλός). (Χρ. Μ. Ενισλείδης, Η πίνδος και τα χωριά της σελ. 74). Χασάν (αγά) είχαν ονομάσει οι Τούρκοι και τον Άγιο Γεώργιο από το χωριό Τσούρχλι των Γρεβενών, παρά τη θέληση και γνώμη του. Τον φώναζαν-έλεγαν Χασάν-Γκιαούρ. Ο Άγιος Γεώργιος αυτός είναι ο νεομάρτυρας των Ιωαννίνων. Μαρτύρησε στις 17 Γενάρη του 1838 στα Γιάννινα και την ημέρα αυτή γιορτάζεται και η ιερή μνήμη του τόσο στα Γιάννινα, όσο και στα Γρεβενά. Επομένως ο αγάς Κοπάτσης, καταγόμενος από τα μέρη των Γρεβενών, της πλευράς προς την Πίνδο, και έχει γραφεί τι σημαίνει αυτό, ήταν τούρκος αξιωματικός. Στη βρύση του τοπωνυμίου αυτού έγινε συμπλοκή με κλεφταρματολούς της Πίνδου, στους οποίους ήταν και ο Κιρασοβίτης καπετάνιος-πρωτοπαλίκαρο Σπαθούλας, γιατί παραβίασαν και πάτησαν Κιρασοβίτικα μέρη -τοποθεσίες. Στη συμπλοκή αυτή, πλην του Χασάν Κοπάτση ήταν και ο Βελή-Αλής. Οι τούρκοι νικήθηκαν, πλην όμως τους δύο αυτούς τούρκους αξιωματούχους δεν τους «χάλασαν», οι κλεφταρματολοί, αλλά τους έστειλαν ζωντανούς στα Γρεβενά, να ειδοποιήσουν τον μεγάλο Αγά-Μπέη να μην ξαναπατήσουν στα Κιρασοβίτικα βουνά- μέρη, γιατί την άλλη φορά θα τους στείλουν τα κεφάλια τους «πεσκέσι», δώρο (Γ.Χ. Κοταδήμος «Κερασοβίτικα βιώματα, 1988).
Έτσι από τη συμπλοκή αυτή, στη βρύση εκεί ψηλά, πήρε τόσο η βρύση, όσο και η γύρω περιοχή το όνομα «στη βρύση του Χασάν Καπάχση». Να και άλλο ιστορικό ντοκουμέντο, και προέρχεται από κυριώνυμο.