Η Κωλέτσαινα Ζήκα ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα. Πολλοί μαρτυρούν ότι συχνά κάπνιζε τσιγάρο στριφτό μπροστά στους άντρες.
Στην αυλή του σπιτιού της είχε μια κυδωνιά που όμως δεν έκανε κυδώνια. Κάποια φορά λοιπόν την έπιασαν τα διαόλια της. Πιάνει ένα τσεκούρι, πάει κάτω από το δέντρο και σαν να μιλούσε σε άνθρωπο, της λέει:
-Το βλέπεις αυτό; Αν δεν κάνεις και φέτος κυδώνια, θα σε κόψω στη ρίζα. Τ’ ακούς;
Πάντως τα εγγόνια της μαρτυρούν ότι το δέντρο την άλλη χρονιά κάρπισε!
Καθόταν συχνά στο πεζούλι έξω από το σπίτι του. Μια γυναίκα που ανέβαινε στο δρόμο τον άκουσε κάτι να μονολογεί.
-Τι λες μόνος σου και χαμογελάς, Αποστόλη; Τον ρώτησε.
-Λέω, της απαντάει εκείνος, ότι αν είναι να με φιλήσεις όταν πεθάνω, δε με φιλάς τώρα να το ευχαριστηθώ κιόλας;
Στο λιμάνι της Πάτρας είχαν συγκεντρωθεί πολλά στρατεύματα με σκοπό να προωθηθούν στη Σμύρνη για να λάβουν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στον τιτάνιο αυτό αγώνα συμμετείχαν 53 χωριανοί μας.
Κάποια στιγμή διαδόθηκε ότι από τις αποθήκες του εφοδιασμού κλάπηκε μια νταμιτζάνα τσίπουρο. Το τάγμα της Πελοποννήσου κατηγόρησε για την κλοπή το τάγμα των Ηπειρωτών. Το λόγο ζήτησαν δυο δικοί μας: ο Απόστολος Τζίνας μαζί με τον Κώστα Αποστόλου. Ο πρώτος ήταν πολύ οξύθυμος αλλά ο δεύτερος ήταν άντρακλας, ψηλός και γεροδεμένος.
Κουβέντα στην κουβέντα ήρθαν στα χέρια και η σύρραξη πήρε διαστάσεις. Οι αξιωματικοί βρήκαν το μπελά τους. Άρχισαν οι ανακρίσεις αλλά πού να βγάλουν άκρη. Με τις φασαρίες αυτές ο απόπλους καθυστέρησε 15 μέρες. Όσο για τη νταμιτζάνα, όπως καταλαβαίνετε, δεν βρέθηκε.
Ένας χωριανός μας, ονόματα δε λέμε, συνταξιούχος πια, καθώς ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα έκανε τη βόλτα του στην πλατεία του χωριού, συνάντησε μια νεανική του αγάπη. Ποιος ξέρει πόσες αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό του. Αφού είπαν τα τυπικά, γυρίζει και της λέει με πολλή ειλικρίνεια:
-Τι να σου πω. Όταν ήμουν νέος φοβόμουν μη μου πεις ‘όχι’, τώρα φοβάμαι μη μου πεις ‘ναι’!
Η Κωλέτσαινα Ζήκα ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα. Πολλοί μαρτυρούν ότι συχνά κάπνιζε τσιγάρο στριφτό μπροστά στους άντρες.
Στην αυλή του σπιτιού της είχε μια κυδωνιά που όμως δεν έκανε κυδώνια. Κάποια φορά λοιπόν την έπιασαν τα διαόλια της. Πιάνει ένα τσεκούρι, πάει κάτω από το δέντρο και σαν να μιλούσε σε άνθρωπο, της λέει:
-Το βλέπεις αυτό; Αν δεν κάνεις και φέτος κυδώνια, θα σε κόψω στη ρίζα.
Τ’ ακούς;
Πάντως τα εγγόνια της μαρτυρούν ότι το δέντρο την άλλη χρονιά κάρπισε!
Μια γεροντοκόρη ξεκίνησε απ’ το Κεράσοβο και πήγε στο παζάρι της Κόνιτσας για ν’ αγοράσει ένα γαϊδούρι.
Κοιτούσε το ένα, εξέταζε τα’ άλλο, πού ν’ αποφασίσει. Στο ένα δεν της άρεσε το χρώμα, στο άλλο τα δόντια, τα’ άλλο δεν είχε καλό σαμάρι, τα’ άλλο ήταν ζαντζιάρικο. Τον ζάλισε τον ζωέμπορο με τις ερωτήσεις της και τις ιδιοτροπίες της.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε κι αυτός και της λέει:
- Ρε κοπέλα μ’, βρες έναν άντρα να παντρευτείς και να ‘χεις και άντρα και γομάρι!
Η μάνα του Γιάννη έβλεπε τα άλλα παιδιά του χωριού που ήταν προκομμένα και άξια να πηγαίνουν για ξύλα και στενοχωριόταν για το γιο της που τον έβλεπε να τεμπελιάζει και να βρίσκει διάφορες δικαιολογίες για να μην κάνει τίποτα.
Πιάνει λοιπόν μια μέρα τα παιδιά της γειτονιάς και τα παρακάλεσε να πάρουν και το Γιάννη της μαζί τους και να του δείξουν πώς κόβουν ξύλα και πώς τα φορτώνουν στα ζώα. Τα γειτονόπουλα ήξεραν τι τεμπέλαρος ήταν ο Γιάννης αλλά από ντροπή δέχτηκαν.
Την άλλη μέρα η καημένη η μάνα ξύπνησε το Γιάννη πρωί πρωί, του έδωσε τον τροβά με το ψωμοτύρι, του σαμάρωσε το μουλάρι και τον έβγαλε στο δρόμο ν’ ανταμώσει την παρέα του.
Στο δρόμο τ’ άλλα παιδιά γεμάτα ζωντάνια γελούσαν, τραγουδούσαν κι αστειεύονταν. Ο Γιάννης νύσταζε κι είχε τα μούτρα ξινισμένα. Σκέφτονταν να γυρίσει πίσω αλλά δεν έβρισκε δικαιολογία. Είπε για το σαμάρι ότι τον έκοβε, είπε για την κοιλιά ότι τάχα τον πονούσε αλλά τίποτα δεν έπιασε.
Με τα πολλά έφτασαν στο βουνό. Οι πέντε φίλοι έπιασαν τα τσεκούρια και στο άψε σβήσε ήταν έτοιμα τα φορτώματα με τα ξύλα. Ο Γιάννης έκατσε κάτω από την οξιά, έβγαλε το ψωμοτύρι και έτρωγε σαν πασιάς. Από μέσα του γελούσε γιατί ήταν σίγουρος ότι θα κόψουν και τα δικά του. Αφού έφαγε το ‘ριξε στον ύπνο.
Γυρίζουν κάποια στιγμή και τα’ άλλα παιδιά, τον ξυπνάν και του λένε:
- Τι θα κάνεις εσύ; Εμείς τελειώσαμε.
- Ρε παιδιά, τους λέει εκείνος, εγώ νόμισα ότι θα κόβατε και τα δικά μου γιατί εγώ δεν ξέρω.
Κοιτάχτηκαν τα παιδιά αλλά τι να κάνουν για να μη καθυστερήσουν του έκοψαν τα ξύλα, τα φόρτωσαν στο μουλάρι του Γιάννη και ξεκίνησαν για το χωριό.
Έλα όμως που ο Γιάννης δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο γιατί ήταν άμαθος και τον πονούσαν τα πόδια του. Τα παιδιά αποφάσισαν με τα πολλά να τον φορτωθούν στην πλάτη τους και να μοιραστούν την απόσταση. Τον πήρε στην αρχή ο μεγαλύτερος, μετά ο επόμενος και στο τέλος έφτασε και η σειρά του μικρότερου της παρέας. Εκείνος δεν ήθελε να φορτωθεί το Γιάννη.
- Τι λέτε ρε, τους λέει. Του κόψαμε τα ξύλα, του τα φορτώσαμε στο ζώο, να τον κουβαλήσουμε και στην πλάτη μας;
Κι ο Γιάννης με ύφος τους λέει:
- Αυτόν το μικρό, παιδιά, λέω να μη τον ξαναπάρουμε μαζί μας!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστούμε για την αφήγηση την Κ. Κούλα Κιτσάκη.
Μια φορά χειροτονούνταν ένας παπάς και ο Δεσπότης για να διαπιστώσει τις γνώσεις του μέλλοντα ιερέα τον ρωτάει:
- Ποιος έφτιαξε τον κόσμο, τέκνο μου;
- Οι Κερασοβίτες και οι Πυρσογιαννίτες μαστόροι, Δέσποτα, του απάντησε εκείνος.
Δε μάθαμε την εξέλιξη του αλλά πρέπει να έγινε σπουδαίος παπάς!
Τα παλιά χρόνια ένα μεγάλο πρόβλημα των χτιστάδων ήταν το κολατσιό. Για να κάνουν τις νοικοκυρές να τους περιποιηθούν σκάρωναν διάφορα τεχνάσματα.
Κάποτε λοιπόν ένας μάστορας κάθε τόσο κάθονταν στον ίσκιο και δε δούλευε. Τον βλέπει η κυρά και τον ρωτάει:
- Α, κυρά μ’ λέει εκείνος, άμα το σακί είναι άδειο δεν μπορεί να σταθεί όρθιο.
Η γυναίκα το κατάλαβε και του ‘φτιαξε να φάει. Έλα όμως που ο μάστορας ήταν και λίγο τεμπέλης και πάλι δε σηκώθηκε να δουλέψει.
- Τι έπαθες τώρα μάστορα; Δε χόρτασες; Τον ρώτησε η μπαρίνα.
- Τι να πάθω, της λέει εκείνος. Άμα το τσουβάλι είναι γεμάτο δε λυγάει! Κι έκατσε πάλι στον ίσκιο αποκαμωμένος από τη ζέστη του κάμπου.
Ο μπαρμπα-Γιαννέλη Τζίνας ήταν μεγάλος πότης και πολύ ετοιμόλογος.. Κάποια φορά πήγε στο γιατρό γιατί ένιωσε μια αδιαθεσία.
Ο γιατρός τον εξέτασε και του έδωσε κάτι φάρμακα.
Ο μπαρμπα-Γιαννέλης που πρώτη φορά πήγαινε στο γιατρό, κοίταζε μια φορά τα χάπια μια το γιατρό. Στο τέλος τον ρωτάει:
- Γιατρέ, τα χάπια με τι να τα πιω; Με κρασί ή με τσίπουρο;
Κόκαλο ο γιατρός.
Ο Γιάννης Ζούκας είχε κάποτε μπακάλικο στο χωριό. Οι Πουρνιώτισσες έφερναν από το χωριό τους κρασί και το αντάλλαζαν με λάδι. Ο μπακάλης είχε μια οκά χιλιοστραβωμένη. Την είχε κόψει και λίγο στην κορφή για να χωράει λιγότερο. Μ’ αυτήν την οκά έβαζε το λάδι από το βαρέλι στα ασκιά που είχαν το κρασί οι Πουρνιώτισσες.
Μια απ’ αυτές, βλέποντας το χωριανό μας να αδειάζει γρήγορα την οκά στο ασκί για να την κλέψει, δεν κρατήθηκε και του λέει:
- Γιάννη, την έχεις μικρή, τη βάζεις λίγο, δεν την αφήνεις και να στραγγίσει;
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστούμε το Βασίλη Γελαδάρη για την αφήγηση.
Κάποτε δούλευε στα ξένα ο Αποστόλης Τζίνας με την παρέα του. Η αφεντικίνα είχε πολλές κότες και οι μαστόροι έτριβαν τα χέρια τους και κρυφογελούσαν νομίζοντας ότι θα περάσουν καλά. Έλα όμως που η κυρά ήταν τσιγκούνα και τους τάραζε κάθε μέρα στα φασόλια και στο κουρκούτι.
Ο Αποστόλης Τζίνας, που έκοβε το μυαλό του, σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα. Παίρνει κάμποσο καλαμπόκι και το βάζει σε μια κατσαρόλα με τσίπουρο μέχρι να φουσκώσει καλά. Πάει κρυφά και το ρίχνει στις κότες. Αυτές το έφαγαν και σε λίγο άρχισαν να τρεκλίζουν. Τις βλέπει η κυρά και γεμάτη ανησυχία ρωτούσε τι έπαθαν οι κότες της.
- Σφεξ’ τες γιατί θα ψοφήσουν και θα πάνε χαμένες, την ορμήνεψε ο μπαρμπα-Αποστόλης.
Τι να κάνει κι αυτή πιάνει και με βαριά καρδιά τις σφάζει. Και καθώς στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ψυγεία οι μαστόροι έφαγαν όσες κότες δεν είχαν φάει σ’ όλη τους τη ζωή.